- νεοβιταλισμός
- ο (φιλοσ.) το σύνολο τών θεωριών που αποτελούν εξέλιξη τού βιταλισμού και που αποδέχονται ότι οι νόμοι τής φυσικής και τής χημείας ή η μηχανική εξήγηση τής ζωής δεν επαρκούν για να εξηγήσουν τα φαινόμενα τής ζωής, γιατί η ζωή οφείλεται σε κατευθυντήρια δυναμική αρχή, η οποία είναι ξεχωριστό είδος ενέργειας, που δεν παράγει έργο αλλά επιδρά σε άλλες ενεργητικές δυνάμεις, τις κυρίως ζωικές.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. neovitalism (< νε[ο]- + vitalisme < λατ. vitalis «ζωτικός» < vita «ζωή»)].
Dictionary of Greek. 2013.